ἀγρυπνεῖ

ἀγρυπνεῖ
ἀγρυπνέω
lie awake
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀγρυπνέω
lie awake
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀγρύπνει — ἀ̱γρύπνει , ἀγρυπνέω lie awake imperf ind act 3rd sg (attic epic doric aeolic) ἀγρυπνέω lie awake pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἀγρυπνέω lie awake imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀγρυπνεῖ — ἀγρυπνεῖ , ἀγρυπνέω lie awake pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀγρυπνεῖ , ἀγρυπνέω lie awake pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλάγρυπνος — η, ο / φιλάγρυπνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τού αρέσει να αγρυπνεί, που δεν τού αρέσει ο πολύς ύπνος νεοελλ. 1. αυτός που τού αρέσει να βρίσκεται σε εγρήγορση, προσεκτικός 2. αυτός που κάνει κάποιον να αγρυπνεί («φιλάγρυπνος ἐμοὶ πόθος Ἡλιοδώρας»,… …   Dictionary of Greek

  • Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …   Dictionary of Greek

  • бъдѣти — БЪ|ДѢТИ (119), ЖОУ ( ЖДОУ), ДИТЬ гл. 1.Бодрствовать: Аште въ грѣсѣхъ въпадъ къто състарѣѥть сѩ. ни постити сѩ можеть ни на жестоцѣ лѣгати. ни бъдѣти. (ἀγρυπνῆσαι) Изб 1076, 196 об.; и бъд˫аше по вс˫а нощи въ славословлении б҃жии. ЖФП XII, 31в;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αγρυπνικός — ή, ό [άγρυπνος] αυτός που αγρυπνεί, που αντέχει στην αγρυπνία …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • φεγγάρι — Ο δορυφόρος της Γης. Bλ. λ. Σελήνη. * * * το / φεγγάριον, ΝΜ η σελήνη («είναι νύκτα γλυκιά, και το φεγγάρι δε βγαίνει να σκεπάσει άστρο κανένα», Σολωμ.) νεοελλ. 1. το φως τής σελήνης, σεληνόφως 2. σεληνιακή περίοδος, σεληνιακός μήνας («η φιλία… …   Dictionary of Greek

  • Οικουμενικό Πατριαρχείο — Η έδρα του οικουμενικού πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, αρχηγού της Ορθοδοξίας και προκαθήμενου των πατριαρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ονομάζεται και Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως καθώς και Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία. Το Ο.Π.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”